λειομύωμα

λειομύωμα
τό новообразование, опухоль

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "λειομύωμα" в других словарях:

  • λειομύωμα — Καλοήθες νεόπλασμα που προέρχεται από τους λείους μυς και περιέχει ποικίλο ποσοστό κολλαγόνου. Μπορεί να εντοπίζεται οπουδήποτε στο σώμα, συχνότερα όμως συναντάται στη μήτρα και έχει την τάση να αυξάνεται κατά την εγκυμοσύνη και να υποστρέφει… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»